- φοινικόστολος
- -ον, Ααυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες («Φοινικοστόλων ἐγχέων», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος «ο κάτοικος τής Φοινίκης» + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ἀπό-στολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικοστόλων — φοινικόστολος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικόστολα — φοινικόστολος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινικοστόλων — Φοινῑκοστόλων , Φοινικόστολος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινικόστολα — Φοινῑκόστολα , Φοινικόστολος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)